Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
608 εγγραφές [541 - 550] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαυγής -ής -ές [δiavjís] Ε10 : 1. για υγρό ή για αέριο που, χάρη στην απουσία κάθε ξένου στοιχείου από τη μάζα του, επιτρέπει τη διέλευση των φωτεινών ακτίνων, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να δει καθαρά μέσα από αυτό. ANT θολός: ~ ατμόσφαιρα. Διαυγή νερά. Kρύσταλλο απόλυτα διαυγές. ANT θαμπό. 2. (μτφ.) για κτ. που το χαρακτηρίζει η ειλικρίνεια ή η σαφήνεια, που δεν καλύπτει, που δε συσκοτίζει τίποτε: Διαυγές βλέμμα. ~ νους / διάνοια.
[λόγ. < αρχ. διαυγής]
- δίαυλος 1 ο [δíavlos] Ο19 : ΣYN κανάλι. 1. φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα. 2. (λόγ.) α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών: Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένας ~ (επικοινωνίας) μεταξύ των δύο χωρών.
[λόγ.: 1: αρχ. δίαυλος· 2, 3: σημδ. αγγλ. channel]
- δίαυλος 2 ο : (μουσ.) αρχαίο πνευστό όργανο που το αποτελούσαν δύο σωλήνες με διπλό γλωσσίδι· δίδυμος αυλός.
[λόγ. δι- 1 + αυλ(ός) -ος]
- δίαυλος 3 ο : αθλητικό αγώνισμα διπλού δρόμου στην αρχαιότητα.
[λόγ. < αρχ. δίαυλος]
- διαφαίνομαι [δiafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) (κυρ. στο γ' πρόσ.) : για κτ. που μόλις αρχίζει να διακρίνεται. 1α. μέσα από μια σειρά γεγονότων ή ενεργειών παρουσιάζονται οι πρώτες ενδείξεις μιας εξέλιξης: Άρχισαν να διαφαίνονται ευοίωνες προοπτικές. Δε διαφαίνεται καμιά ελπίδα στον ορίζοντα. β. για κτ. που γίνεται αντιληπτό, αν και παρουσιάζεται συγκαλυμμένα: Διαφαίνεται κάποια ειρωνεία στα λόγια του. Δεν άφησε να διαφανούν οι προθέσεις του. 2. για κτ. που με δυσκολία μπορεί κάποιος να το διακρίνει με το μάτι: Kάτω από το μεταξωτό της φόρεμα διαφαίνονταν οι γραμμές του κορμιού της, διαγράφονταν.
[λόγ. < αρχ. διαφαίνομαι]
- διαφάνεια η [δiafánia] Ο27 : I. ANT αδιαφάνεια. 1. η ιδιότητα του σώματος που είναι διαφανές, που επιτρέπει να διακρίνονται τα αντικείμενα που είναι πίσω από αυτό: H ~ του νερού / της ατμόσφαιρας. 2. (μτφ.) η κατάσταση ή οι συνθήκες που επιτρέπουν σε κπ. να μαθαίνει την πραγματικότητα και την αλήθεια: Πρέπει να υπάρχει ~ στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. II. εικόνα αποτυπωμένη σε διαφανές υλικό (γυαλί, φιλμ κτλ.) που προβάλλεται σε οθόνη με τη βοήθεια προβολέα· φωτεινή διαφάνεια: Kατά τη διάλεξη θα γίνει και προβολή διαφανειών. Ο καθηγητής της ιστορίας γράφει τα βασικά σημεία κάθε κεφαλαίου σε διαφάνειες και τις προβάλλει στους μαθητές.
[λόγ.: Ι1: αρχ. διαφάνεια· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. transparence]
- διαφανής -ής -ές [δiafanís] Ε10 : ANT αδιαφανής. 1. για στερεό σώμα που επιτρέπει να περάσουν οι φωτεινές ακτίνες μέσα από τη μάζα του, ώστε να διακρίνονται τα αντικείμενα που βρίσκονται πίσω από αυτό: Διαφανές κρύσταλλο / τζάμι / χαρτί. || Διαφανές ύφασμα, πολύ λεπτό και με αραιή ύφανση. || διαυγής: ~ ατμόσφαιρα, χωρίς σύννεφα ή ομίχλη. 2. (μτφ.) για κτ. που αφήνει να φανεί η πραγματικότητα, που δεν μπορεί να κρύψει ή να συγκαλύψει την αλήθεια: Οι προθέσεις του είναι διαφανείς και μάταια προσπαθεί να μας παραπλανήσει. Οι διορισμοί θα γίνουν με διαφανή τρόπο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με διαφανείς διαδικασίες.
[λόγ. < αρχ. διαφανής]
- διάφανος -η -ο [δiáfanos] Ε5 : ΣYN διαφανής. 1. ως θετικός χαρακτηρισμός για κτ. πολύ λεπτό και ευαίσθητο ή εύθραυστο: Διάφανη επιδερμίδα / πορσελάνη. || διαυγής: Διάφανη ατμόσφαιρα. Tα διάφανα νερά του Aιγαίου πελάγους. 2. (μτφ.) που δεν κρύβει ή που δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα: H ζωή του ήταν πάντα διάφανη. Διάφανο βλέμμα, που δείχνει ειλικρίνεια.
διάφανα ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαφαν(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]
- διαφεντεύω [δjafendévo & δiafendévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) εξουσιάζω: Ξένοι διαφέντευαν το λαό μας. || προστατεύω.
[μσν. διαφεντεύω < δηφενδεύω, δεφενδεύω (προφ. [nd] ) παρετυμ. δια- < λατ. defend(o) `υπερασπίζομαι΄ -εύω]
- διαφέρον το [δiaféron] Ο53 : (ψυχ.) η συνεχής προσοχή που κινείται από την επιθυμία να ικανοποιηθεί κάποια ανάγκη του υποκειμένου· ενδιαφέρον.
[λόγ. < ελνστ. διαφέρον, αρχ. σημ.: `κτ. που διαφέρει΄]