Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαφωτισμός ο [δiafotizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφωτίζω. || Διαφωτισμός, φιλοσοφικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά το 18ο αι., για την καταπολέμηση της άγνοιας, των προκαταλήψεων και των προλήψεων, με την εφαρμογή της λογικής ανάλυσης: Ο δέκατος όγδοος αιώνας είναι ο αιώνας του Διαφωτισμού. Ευρωπαϊκός / νεοελληνικός ~.
[λόγ. διαφωτισ- (διαφωτίζω) -μός μτφρδ. γερμ. Aufklärung]