Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασπορά η [δiasporá] Ο24 : 1. μετακίνηση των μελών ενός συνόλου σε διάφορα σημεία, έτσι ώστε να μη βρίσκονται μαζί: Επιβάλλεται η απομάκρυνση των εργοστασίων από την Aθήνα και η ~ τους σε όλη τη χώρα. ~ των βλημάτων του πολυβόλου / των θραυσμάτων της βόμβας. || (στρατ.) Θέσεις / χώρος διασποράς. || (στατ.) H ~ των τιμών. || (για σύνολο προσώ πων) απομάκρυνση, συνήθ. ομαδική, από τη χώρα και με επέκταση ο εν λόγω πληθυσμός: H ~ των Εβραίων μετά την υποταγή στους Ρωμαίους. Οι Έλληνες της διασποράς. 2. διάδοση: Συνθήκη για μη ~ των πυρηνικών όπλων. || (για πληροφορία, ιδίως ανακριβή): Kαταδικάστηκε για ~ ψευδών ειδήσεων.
[λόγ.: 1: ελνστ. διασπορά· 2: σημδ. αγγλ. dissemination]