Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακαής -ής -ές [δiakaís] Ε10 : (λόγ. ή με ειρωνική χροιά) για πολύ έντονο συναίσθημα: Είχε το διακαή πόθο να επιστρέψει στην πατρίδα του. ~ πόθος μου είναι να σε δω ευτυχισμένο.
διακαώς ΕΠIΡΡ: Επιθυμώ ~ να [λόγ. < ελνστ. διακαής `πολύ καυτός΄· λόγ. < ελνστ. διακαῶς]