Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαιτητής ο [δietitís] Ο7 : 1. (αθλ.) αυτός που επιβλέπει και ρυθμίζει τη διεξαγωγή ενός αγώνα σύμφωνα με ορισμένους κανονισμούς: Ο ~ απέβαλε δύο αντίπαλους παίκτες για επικίνδυνο παίξιμο. 2α. (νομ.) αυτός που ορίζεται από τους διαδίκους (άτομα ή κράτη) για να ρυθμίσει τη διαφορά τους. β. άτομο ή κράτος που το κύρος του του επιτρέπει να συμβιβάσει αντιτιθέμενα συμφέροντα.
[λόγ.: 2: αρχ. διαιτητής· 1: σημδ. αγγλ. umpire & γαλλ. arbitre]