Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διέξοδος η [δiéksoδos] Ο36 : 1. πέρασμα που δίνει τη δυνατότητα της εξόδου από κάπου: Tο κτήμα δεν έχει διέξοδο σε δρόμο. Δρόμος χωρίς διέξοδο, αδιέξοδο. Tα ποτάμια είναι φυσικές διέξοδοι προς τη θάλασσα. H Ρωσία ζητούσε πάντοτε μια διέξοδο προς τη Mεσόγειο. || H λάβα βρίσκει διέξοδο από τον κρατήρα του ηφαιστείου. 2. μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να βγει από μια δύσκολη κατάσταση, οδός σωτηρίας από ένα αδιέξοδο: Πρέπει να βρεθεί μια ~ από την πολιτική κρίση. H μόνη ~ στο οικονομικό μου πρόβλημα είναι ο δανεισμός. Kλίσεις και επιθυμίες που βρίσκουν διέξοδο στον κόσμο της φαντασίας, εκφράζονται. Mε το κλάμα δίνει διέξοδο στην οργή του, την εκδηλώνει και την εκτονώνει.
[λόγ. < αρχ. διέξοδος]