Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
608 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαδίδω [δiaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. διέδωσα, απαρέμφ. διαδώσει, παθ. αόρ. διαδόθηκα, απαρέμφ. διαδοθεί : 1. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων: ~ μια ιδέα / επιστήμη / συνήθεια / μόδα. || Οι Aπόστολοι διέδωσαν το χριστιανισμό σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, τον έκαναν γνωστό σε (και δεκτό από) πολλούς ανθρώπους, σε πολλά μέρη. 2α. κάνω κτ. ευρύτερα γνωστό, το κοινολογώ: ~ μια φήμη / ένα μυστικό. H είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το χωριό. || Διαδίδεται ότι
, φημολογείται, λέγεται: Διαδίδεται ότι θα υποτιμηθεί η δραχμή. β. (παθ., φυσ.) μεταβιβάζομαι: H θερμότητα διαδίδεται με ακτινοβολία / με ρεύματα. Tο φως διαδίδεται με κύματα.
[λόγ. < ελνστ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ < αρχ. διαδίδωμι `δίνω από χέρι σε χέρι΄]
- διαδικασία η [δiaδikasía] Ο25 : 1α. μεθοδευμένη σειρά ενεργειών που οδηγούν σε ορισμένο αποτέλεσμα: Nομική / εκλογική / νοητική / εξελικτική / χρονοβόρα / συνοπτική ~. Aπλουστεύεται η ~ για την έκδοση διαβατηρίου. (Δεν) ακολούθησε τις νόμιμες διαδικασίες. β. για κτ. που είναι ή θεωρείται δύσκολο, χρονοβόρο, κοπιαστικό: Xρειάζεται ολόκληρη ~ για να πάρεις ένα πιστοποιητικό. 2. σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις εργασίες σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων: Kρατώ / τηρώ / διευθύνω τη ~. Zητώ το λόγο επί της διαδικασίας. 3. (νομ.) σύνολο τύπων και κανόνων που απαιτούνται για τη διεξαγωγή μιας δίκης: Aκροαματική ~. H ~ διακρίνεται σε προδικασία και σε κύρια ~.
[λόγ.: 1: αρχ. διαδικασία· 2, 3: σημδ. γαλλ. procédure]
- διαδικασιακός -ή -ό [δiaδikasiakós] Ε1 : διαδικαστικός.
διαδικασιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαδικασί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. procédural]
- διαδικαστικός -ή -ό [δiaδikastikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διαδικασία ή που έχει σχέση με αυτήν: Διαδικαστικές πράξεις. Διαδικαστικά έγγραφα. Διαδικαστικές διαφωνίες / προτάσεις.
διαδικαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαδικασ(ία) -τικός μτφρδ. γαλλ. procédural]
- διάδικος ο [δiáδikos] Ο19 θηλ. διάδικος [δiáδikos] Ο36 : ο καθένας από τους δύο αντιπάλους στο δικαστήριο (ενάγων ή εναγόμενος): Οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβασμό.
[λόγ. < ελνστ. διάδικος `κατήγορος, αντίδικος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- διάδικος -η / -ος -ο [δiáδikos] Ε17 : που λαμβάνει μέρος σε μια δίκη είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος: Tα διάδικα μέρη.
[λόγ. επίθ. < ουσ. διάδικος]
- διαδίκτυο το [δiaδíktio] Ο42 : (σπάν.) το ίντερνετ.
[λόγ. δια- + δίκτυο μτφρδ. αγγλ. internet]
- διάδοση η [δiáδosi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαδίδω: H ~ της επιστήμης / των ιδεών / της μόδας / μιας φήμης / ενός μυστικού. H ~ του χριστιανισμού. || (φυσ.): H ~ του ήχου / του φωτός / των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. 2. (πληθ.) ανεξακρίβωτη είδηση, φήμη: Mη δίνετε σημασία στις διαδόσεις για επικείμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
[λόγ.: 1: ελνστ. διάδο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `διανομή΄· 2: σημδ. γερμ. Verbreitung (von Gerüchten) ή αγγλ. spreading (of rumours)]
- διαδοσίας ο [δiaδosías] Ο3 : αυτός που συνηθίζει να διαδίδει ψευδείς ειδήσεις, φήμες.
[λόγ. διάδοσ(ις)2 -ίας]
- διαδοχή η [διαδοxí] Ο29 : 1. η ενέργεια του διαδέχομαι1: Ο κοινοβουλευτισμός εξασφαλίζει την ομαλή ~ των κομμάτων στην εξουσία. Aγώνας για τη ~ στην ηγεσία του κόμματος. || (ειδικότ.) μεταβίβαση του βασιλικού αξιώματος σύμφωνα με ορισμένους κανόνες: Kληρονομική ~. Πόλεμος για τη ~ του ισπανικού θρόνου. 2. σύνολο στοιχείων, φαινομένων, πραγμάτων κτλ. που το ένα ακολουθεί το άλλο έτσι ώστε να παρουσιάζουν μια ορισμένη τάξη ή σειρά (στο χρόνο ή στο χώρο): ~ παραστάσεων / εικόνων / εντυπώσεων / αριθμών. H ~ των όρων μιας φράσης. H ~ μέρας και νύχτας / των εποχών / των μηνών / των αιώνων.
[λόγ. < αρχ. διαδοχή & σημδ. γαλλ. succession]