Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
608 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακινδυνεύω [δiakinδinévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μππ. διακινδυνευμένος : 1. εκθέτω κτ. σε έναν πιθανό κίνδυνο: Για να σώσει το σπίτι του από τη φωτιά, διακινδύνευσε τη ζωή του. Δε ~ τα χρήματά μου και την υπόληψή μου σε ύποπτες επιχειρήσεις. Aν έρθει σε αντίθεση με τον προϊστάμενό του διακινδυνεύει τη θέση του. Διακινδύνευσε τα πάντα για να πετύχει. Mη διακινδυνεύεις τόσο, μην εκθέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. 2. αποφασίζω να κάνω κτ., αν και γνωρίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος της αποτυχίας, της κακής έκβασης: Διακινδύνευσαν έναν πόλεμο με πολύ ισχυρότερους αντιπάλους. Δε ~ μια τόσο σοβαρή εγχείριση. Δεν το ~, να ταξιδεύω με τέτοια κακοκαιρία. || τολμώ να πω κτ. που μπορεί να είναι άστοχο: Θα διακινδυνεύσω μια ερώτηση / μια απάντηση. Δε θα ήθελα να διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη.
[λόγ. < αρχ. διακινδυνεύω `εκτίθεμαι σε μεγάλο κίνδυνο΄ & σημδ. αγγλ. endanger]
- διακίνηση η [δiakínisi] Ο33 : η ενέργεια του διακινώ. 1α. μεταφορά οικονομικών αγαθών: H ~ πρώτων υλών / γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων / κεφαλαίων. Tο (τάδε) λιμάνι είναι κέντρο διακίνησης ναρκωτικών. || διανομή, διάθεση: Kατηγορείται για παράνομη ~ χρυσού. Tα πρακτορεία τύπου αναλαμβάνουν τη ~ εφημερίδων και περιοδικών. H ~ της αλληλογραφίας γίνεται με το ταχυδρομείο. || ~ εμπορίου, διεξαγωγή. β. διάδοση, κυκλοφορία πνευματικών αγαθών: Στην εποχή μας η ~ των νέων ιδεών και επιτευγμάτων γίνεται με ταχύτατο ρυθμό. 2. μεταφορά επιβατών ή μετακίνηση ανθρώπων: H ~ των πολιτών στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερη.
[λόγ. < ελνστ. διακίνη(σις) -ση `ελαφριά κίνηση΄]
- διακινητής ο [δiakinitís] Ο7 θηλ. διακινήτρια [δiakinítria] Ο27 : αυτός που διακινεί εμπορεύματα ή άλλα οικονομικά αγαθά, κυρίως βιβλία.
[λόγ. διακινη- (διακινώ) -τής· λόγ. διακινη(τής) -τρια]
- διακινώ [δiakinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. μεταφέρω εμπορεύματα ή άλλα οικονομικά αγαθά από τόπο σε τόπο: Aπό τα ελληνικά λιμάνια διακινούνται προϊόντα προς τις αραβικές χώρες. || διανέμω, διαθέτω κάποιο εμπόρευμα: Λαθρέμποροι διακίνησαν στην ελληνική αγορά μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών. β. (για πνευματικά αγαθά) διαδίδω: Οι ιδέες διακινούνται σε όλον τον κόσμο. 2. μεταφέρω επιβάτες: Οι σιδηρόδρομοι διακινούν με ασφάλεια επιβάτες προς και από όλες τις χώρες της Ευρώπης. || (παθ.) μετακινούμαι: Στο κέντρο της πόλης διακινούνται χιλιάδες πολίτες.
[λόγ. < αρχ. διακινῶ `κινώ, ταράζω΄, μσν. σημ.: `κουνώ πέρα δώθε΄]
- διακλαδίζομαι [δiaklaδízome] Ρ2.1β : 1. για φυτικό στέλεχος, για βλαστό που χωρίζεται σε κλαδιά ή που αναπτύσσει άλλα μικρότερα κλαδιά, τα οποία στη συνέχεια χωρίζονται σε άλλα μικρότερα κτλ.: Οι θάμνοι διακλαδίζονται από πολύ χαμηλά, ενώ τα περισσότερα δέντρα σε αρκετό ύψος από τη βάση του κορμού τους. || για οποιοδήποτε οργανικό σύστημα που αναπτύσσεται και απλώνεται με τον παραπάνω τρόπο, όπως π.χ. οι ρίζες των φυτών, το αγγειακό ή νευρικό σύστημα κτλ. 2. για δίκτυο που σχηματίζεται με τη διχοτόμηση μιας κεντρικής γραμμής σε άλλες δευτερεύουσες με διαφορετικές κατευθύνσεις: H εθνική οδός διακλαδίζεται σε τρία σημεία, από όπου ξεκινούν πολλοί επαρχιακοί δρόμοι. Aπό τον κεντρικό πίνακα διακλαδίζονται οι γραμμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. δια- κλάδ(ος) -ίζομαι μτφρδ. γαλλ. se ramifier, brancher ή γερμ. ver zweigen]
- διακλαδικός -ή -ό [δiaklaδikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο ή περισσότερους κλάδους κάποιου τομέα δραστηριότητας, για κτ. στο οποίο συμμετέχουν διάφοροι κλάδοι: Διακλαδική άσκηση, των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων. Διακλαδική έκθεση, όλων των κλάδων παραγωγής.
διακλαδικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δια- + κλαδικός]
- διακλάδωση η [δiakláδοsi] Ο33 : διαίρεση σε κλάδους. 1α. στα φυτά, ο χωρισμός του βλαστού σε μικρότερους κλάδους ή η ανάπτυξη άλλων μικρότερων, που ξεκινούν από τα πλάγια του μητρικού βλαστού, απλώνονται σε διάφορες κατευθύνσεις και σχηματίζουν ένα σύστημα από μικρά και μεγάλα κλαδιά. || Διακλαδώσεις της ρίζας. Φύλλα με πλούσια ~ των νεύρων. β. η διαίρεση των αιμοφόρων αγγείων, των νεύρων, των βρόγχων κτλ. σε μικρότερα, δευτερεύοντα αγγεία, νεύρα, βρόγχους κτλ. γ. η διαίρεση μιας κεντρικής γραμμής σε μικρότερες που σχηματίζουν δίκτυο: Προχωρήσαμε ως τη ~ του δρόμου. Πρόκειται να γίνει ~ της σιδηροδρομικής γραμμής. 2. καθένας από τους κλάδους (κλαδιά, αγγεία, σωληνώσεις, γραμμές κτλ.) σε σχέση με το μητρικό κορμό: Δημιουργήθηκε μια νέα ~ στο δίκτυο του νερού / της αποχέτευσης. Επισκευάζεται η ~ του δρόμου που οδηγεί σε απομακρυσμένα χωριά.
[λόγ. διακλαδω- (θ. του ρ. διακλαδούμαι < δια- κλάδ(ος) -ούμαι `διακλαδίζομαι΄) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. branchement ή γερμ. Verzweigung]
- διακλαδωτήρας ο [δiaklaδotíras] Ο2 : (τεχν.) εξάρτημα σε σχήμα T, σταυρού ή γωνίας, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση σωλήνων (ηλεκτρικών ή άλλων εγκαταστάσεων) στα σημεία διακλάδωσης.
[λόγ. διακλαδω- (δες στο διακλάδωση) -τήρ > -τήρας]
- διακοινοτικός -ή -ό [δiakinotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα κράτη μέλη μιας κοινότητας ή που γίνεται από εκπροσώπους δύο ή περισσότερων κοινοτήτων: ~ διάλογος. Διακοινοτικές συνομιλίες.
διακοινοτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δια- + κοινοτικός μτφρδ. γαλλ. & αγγλ. intercommunal]
- διακοινώνω [δiakinóno] -ομαι Ρ1 : στέλνω διακοίνωση.
[λόγ. δια- κοι ν(ός) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. communiquer]