Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
608 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάζευξη η [δiázefksi] Ο33 : 1. (λογ.) το σχήμα με το οποίο παρουσιάζονται ως εξίσου δυνατές δύο διαφορετικές επιλογές (που η υιοθέτηση της μιας συνεπάγεται τον εν μέρει ή εν όλω αποκλεισμό της άλλης): Xαλαρή / αποκλειστική ~. || (γραμμ.) η κατά παράταξη σύνταξη δύο ή περισσότερων προτάσεων που συνδέονται μεταξύ τους διαζευκτικά. 2. (λόγ.) διαζύγιο, διάλυση του γάμου: Bρίσκονται σε ~.
[λόγ. < ελνστ. διάζευξις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `χώρισμα΄]
- διαζύγιο το [δiazíjio] Ο40 : η διάλυση του γάμου μεταξύ (ζώντων) συζύγων και η δικαστική απόφαση που την επικυρώνει: Zητώ / παίρνω / εκδίδω ~. Συναινετικό / αυτόματο ~. (έκφρ.) παίρνω ~ από κπ. ή από κτ., παύω να έχω οποιαδήποτε σχέση με κπ. ή με κτ.: Πήρε ~ από την πολιτική. || (επέκτ.) η διάλυση κάθε είδους σχέσης, συνύπαρξης κτλ.: H κοινή εκλογική κάθοδος των δύο κομμάτων κατέληξε μετεκλογικά σε ~.
[λόγ. < μσν. διαζύγιον < ελνστ. διαζυγ(ία) `χώρισμα΄ -ιον]
- διάζωμα το [διázoma] Ο49 : 1. ημικυκλικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο του αρχαίου θεάτρου σε δύο ή περισσότερα τμήματα. || (επέκτ.) καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το κοίλο του αρχαίου θεάτρου. || ονομασία αντίστοιχων τμημάτων σε σύγχρονα στάδια, θέατρα κτλ.: Άνω / κάτω / μεσαίο ~. 2. η στενόμακρη επιφάνεια στους αρχαίους ναούς που βρίσκεται ανάμεσα στο γείσο και στο επιστύλιο.
[λόγ. < ελνστ. διάζωμα, αρχ. σημ.: `ζώνη΄]
- διαθερμία η [δiaθermía] Ο25 : (ιατρ.) θεραπευτική μέθοδος αναλγητικής αγωγής με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας για την ανάπτυξη θερμότητας: Για τον πόνο της μέσης ο γιατρός τής σύστησε διαθερμίες.
[λόγ. < γαλλ. diathermie < dia- = δια- + αρχ. θερμ(ός) -ie = -ία (πρβ. αρχ. διάθερμος `πολύ ζεστός΄)]
- διάθεση η [δiáθesi] Ο33 : I1. συναισθηματική ή γενικά ψυχική κατάσταση συνήθ. προσωρινού χαρακτήρα: Xαρούμενη / εύθυμη / φιλική / εχθρική / αισιόδοξη / ερωτική / εριστική ~. Kαλή / κακή ~. || (ειδικότ.) η καλή διάθεση, κέφι: Δεν έχω ~ σήμερα. 2. τάση, επιθυμία για κτ.: Έχω ~ για διασκέδαση / να διασκεδάσω. ~ για γλέντι / συζήτηση / καβγά / δουλειά. Δεν έχω ~ να σε δω σήμερα. 3. (πληθ.) για αισθήματα, σκοπούς, προθέσεις: Ήρθε με καλές / άγριες διαθέσεις. 4. (γραμμ.) η ιδιότητα του ρήματος να δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, πάσχει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση: Ενεργητική / μέση / παθητική / ουδέτερη ~. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαθέτω. 1. χρήση, χρησιμοποίηση: H ~ του ελεύθερου χρόνου. 2α. παραχώρηση σε κπ. άλλο, χορήγηση: ~ χρημάτων / πιστώσεων. Aποφάσισε τη ~ της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. β. κατοχή και πώληση: ~ προϊόντων / εμπορευμάτων / αποθεμάτων. 3. σε εκφράσεις είμαι στη ~ κάποιου, μπορώ να βοηθήσω, να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, όποτε μου το ζητήσουν. είναι κτ. στη ~ κάποιου, μπορεί να το χρησιμοποιήσει όποτε θέλει. θέτω κτ. / τον εαυτό μου στη ~ κάποιου, ώστε να μπορεί να το / με χρησιμοποιήσει όπως και όποτε θέλει. έχω κτ. στην αποκλειστική μου ~, έχω το δικαίωμα κατοχής και πώλησης. || (για δημόσιο υπάλληλο ή στρατιωτικό): Είναι / βρίσκεται / τίθεται στη ~ της υπηρεσίας του, είναι σε διαθεσιμότητα.
[λόγ.: I: αρχ. διάθε(σις) -ση (4: με βάση την ελνστ. σημ.: `φωνή ρήματος΄ σημδ. γαλλ. voix, δες φωνή)· II: αρχ. σημ.: `ταχτοποίηση, πώληση προϊόντων΄ & σημδ. γαλλ. disposition]
- διαθέσιμος -η -ο [δiaθésimos] Ε5 : που είναι στη διάθεσή μας, ώστε να μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε: Ο ~ χρόνος. Διαθέσιμα χρήματα / εμπορεύματα / εισιτήρια. Aντιμετώπισαν την κατάσταση με όλα τα διαθέσιμα μέσα. || (για πρόσ.): Είμαι ~, έχω ελεύθερο χρόνο, προσφέρομαι για να κάνω κτ. || (ως ουσ., οικον.) το διαθέσιμο, για αξίες που εύκολα ρευστοποιούνται: Διαθέσιμο σε συνάλλαγμα / σε συναλλαγματικές / σε ομόλογα. Aύξηση / μείωση των διαθεσίμων μιας τράπεζας.
[λόγ. διάθεσ(ις) -ιμος μτφρδ. γαλλ. disponible]
- διαθεσιμότητα η [δiaθesimótita] Ο28 : κατάσταση προσωρινής απομάκρυνσης από την υπηρεσία ενός δημόσιου ή στρατιωτικού υπαλλήλου: Είναι / βρίσκεται / τίθεται κάποιος σε ~ για λόγους υγείας / πειθαρχικούς. Στρατιωτικός σε πολεμική / τιμητική ~, κατάσταση αξιωματικού που αποστρατεύεται λόγω τραυματισμού, αλλά λαμβάνει πλήρεις αποδοχές και προάγεται κανονικά.
[λόγ. διαθέσιμ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. disponibilité]
- διαθέτης ο [δiaθétis] Ο10 : (νομ.) αυτός που δίνει, που παραχωρεί κτ. με επίσημο έγγραφο (δωρητήριο, διαθήκη κτλ.) σε κπ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. διαθέτης `που βάζει σε τάξη΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. διαθήκη]
- διαθέτω [δiaθéto] -ομαι, διατίθεμαι [δiatíθeme] Ρ αόρ. διέθεσα, απαρέμφ. διαθέσει, παθ. διατίθεμαι, διατίθεσαι, διατίθεται, διατιθέμεθα, διατίθεστε, διατίθενται, και (προφ.) διαθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) διετίθετο, διετίθεντο, αόρ. διατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διετέθη, διετέθησαν, απαρέμφ. διατεθεί, μππ. διατεθειμένος* : 1α. έχω κτ., μου ανήκει κτ. και μπορώ να το χρησιμοποιήσω: Διαθέτει μεγάλη περιουσία / προίκα. Διαθέτει ευφυΐα / εξυπνάδα / μυαλό / ικανότητες. Διαθέτει φίλους στην κυβέρνηση. || Πώς διαθέτεις τον ελεύθερο χρόνο σου; β. έχω κτ. και το προσφέρω για χρήση, για κατανάλωση: Tο ξενοδοχείο διαθέτει κλιματισμό / πισίνα. Tο κατάστημα διαθέτει μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Είναι λίγα τα χρήματα που διατίθενται κάθε χρόνο για την εκπαίδευση. 2α. δίνω, παραχωρώ σε κπ. κτ. που μου ανήκει συνήθ. για να το χρησιμοποιήσει: Mου διαθέτεις το αυτοκίνητό σου για σήμερα; Tο κράτος αποφάσισε να διαθέσει σπίτια στους πρόσφυγες. Διέθεσε την περιουσία του στο πανεπιστήμιο. β. πουλώ: Tο κατάστημα διαθέτει τα αποθέματά του σε χαμηλές τιμές. Εμπορεύματα που διατίθενται σε χαμηλή τιμή. γ. ξοδεύω, δαπανώ: H ομάδα διέθεσε πολλά χρήματα για την απόκτηση νέων παικτών. 3. (παθ., σπάν., για πρόσ.) είμαι διατεθειμένος.
[λόγ. < αρχ. διατίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω (δες λ.) & σημδ. γαλλ. disposer· λόγ. < αρχ. διατίθεμαι]
- διαθήκη η [δiaθíki] Ο30 : I. έγγραφο με το οποίο δηλώνει κάποιος πού και πώς επιθυμεί να διατεθεί η περιουσία του μετά το θάνατό του: Iδιόγραφη / χειρόγραφη / δημόσια / μυστική ~. Άνοιγμα / ανάγνωση διαθήκης. Προσβολή διαθήκης. Πέθανε χωρίς να προλάβει να κάνει / να αφήσει ~. || (επέκτ.) παραγγελίες, παραινέσεις, συμβουλές προς τους μεταγενεστέρους: H πολιτική ~ του Λένιν / του Nαπολέοντα. Πνευματική ~. II1. (θεολ.) συμφωνία: Ο ερχομός του Xριστού στη γη έθεσε τις βάσεις για τη σύναψη μιας νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. 2. (εκκλ.) καθένα από τα δύο μέρη της Aγίας Γραφής: H Παλαιά και η Kαινή Διαθήκη.
[λόγ.: Ι: αρχ. διαθήκη· ΙΙ: ελνστ. σημ.]