Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάβαση η [δiávasi] Ο33 : 1. το πέρασμα, η διέλευση, η διαδρομή διά μέσου ενός τόπου: H ~ της ερήμου / του ποταμού / των Άλπεων. Aπαγορεύεται η ~. || (ιατρ.) ~ εντέρου, ακτινογραφία εντέρου. 2. το μέρος από όπου μπορεί, επιτρέπεται να περάσει κάποιος: ~ πεζών. Iσόπεδη* / ανισόπεδη* / υπόγεια* / αφύλακτη* / ορεινή ~. ~ με / χωρίς φωτεινό σηματοδότη.
[λόγ. < αρχ. διάβα(σις) -ση]