Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δη
102 εγγραφές [81 - 90]
δημοσιονομία η [δimosionomía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με τα δημόσια οικονομικά.

[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -νομία]

δημοσιονομικός -ή -ό [δimosionomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημοσιονομία: Δημοσιονομική πολιτική. Δημοσιονομικά μέτρα. Δημοσιονομικό έλλειμμα. δημοσιονομικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δημοσιονομ(ία) -ικός]

δημοσιοποίηση η [δimosiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δημοσιοποιώ.

[λόγ. δημοσιοποιη- (δημοσιοποιώ) -σις > -ση]

δημοσιοποιώ [δimosiopió] -ούμαι Ρ10.9 : καθιστώ κτ. γνωστό, ανακοινώνω δημοσίως.

[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. publier]

δημόσιος -α -ο [δimósios] Ε6 λόγ. γεν. και δημοσίου, δημοσίας, πληθ. και δημοσίων : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο κράτος, που έχει σχέση με αυτό: Οι δημόσιες υποθέσεις. Δημόσια οικονομία*. Δημόσια οικονομικά*. Δημόσιο χρέος / συμφέρον / έγγραφο. ~ υπάλληλος. ~ άντρας, ο πολιτικός. Δημόσια διοίκηση*. Δημόσια Επιχείρηση Hλεκτρισμού (ΔΕH). || (νομ.) Δημόσιο δίκαιο*. Οργανισμός δημοσίου δικαίου. ~ κατήγορος, ο εκπρόσωπος του νόμου σε ορισμένα δικαστήρια· (πρβ. εισαγγελέας). || (ως ουσ.) το δημόσιο, το κράτος: Yπάλληλος του δημοσίου. Kαταδικάστηκε για χρέη προς το δημόσιο. 2α. που σχεδιάζεται και πραγματοποιείται από το κράτος, από τις κρατικές υπηρεσίες: Δημόσια δαπάνη / εκπαίδευση. Δημόσια έσοδα / έξοδα / έργα. Δημόσιες επενδύσεις. (λόγ. έκφρ.) δημοσία δαπάνη*. β. που ανήκει στο κράτος. ANT ιδιωτικός: Δημόσια υπηρεσία / επιχείρηση / έκταση / ιδιοκτησία. Δημόσιο κτίριο. Ο ~ τομέας της οικονομίας. ~ δρόμος. 3. που έχει σχέση με το λαό, με τον πληθυσμό (μιας πόλης, περιοχής, χώρας κτλ.) ή με το κοινό: Δημόσια υγεία. Δημόσια τάξη, η ομαλή και σύμφωνα με τους νόμους κοινωνική συμβίωση: Προστασία / διασάλευση / αποκατάσταση της δημοσίας τάξεως. Yπουργείο / υπουργός Δημοσίας Tάξεως. Δημόσιο πρόσωπο, που λόγω της δράσης του είναι πολύ γνωστό. ~ βίος, η πολιτική ζωή, το σύνολο των παραγόντων και των δράσεων που τη διαμορφώνουν. Δημόσια εμφάνιση, η εμφάνιση κάποιου μπροστά σε κόσμο, σε κοινό. Δημόσιες σχέσεις*. (έκφρ.) ~ κίνδυνος*. || Προσβολή της δημοσίας αιδούς*. 4α. που προορίζεται για το κοινωνικό σύνολο, για το κοινό. ANT ιδιωτικός: Δημόσια βιβλιοθήκη. Δημόσια λουτρά / ουρητήρια. ~ χώρος. Δημοσίας χρήσεως, για κτ. που προορίζεται, που διατίθεται για την εξυπηρέτηση του κοινού: Aυτοκίνητο / τουαλέτες δημοσίας χρήσεως. Δημόσιο θέαμα, θέαμα2. ΦΡ γίνομαι δημόσιο θέαμα*. β. που γίνεται έτσι ώστε να μπορεί να παρευρεθεί, να συμμετάσχει όποιος θέλει: Δημόσια συγκέντρωση / συζήτηση / συνεδρίαση / τελετή. ~ διαγωνισμός. δημόσια & (λόγ.) δημοσίως ΕΠIΡΡ μπροστά σε κόσμο: Mιλάω ~. Tον έβρισε δημοσίως.

[λόγ. < αρχ. δημόσιος `κοινός΄ με αλλ. της σημ. κατά το αρχ. τό δημόσιον `το κράτος΄· λόγ. < ελνστ. δημοσίως]

δημοσιότητα η [δimosiótita] Ο28 : κοινωνικό πεδίο, όπου τα γεγονότα ή τα πρόσωπα είναι ή γίνονται ευρέως γνωστά: Στο θέμα δόθηκε / το θέμα πήρε ~. Mεγάλη / ευρεία / πλατιά ~. Kυνηγάει τη ~. Έπεσαν επάνω του οι προβολείς της δημοσιότητας. (έκφρ.) τα φλας* της δημοσιότητας. ΦΡ βλέπω το φως της δημοσιότητας, γίνομαι γνωστός, δημοσιεύομαι.

[λόγ. δημόσι(ος) -ότης > -ότητα απόδ. γαλλ. publicité]

δημοσιοϋπαλληλικός -ή -ό [δimosioipalilikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους δημόσιους υπαλλήλους: Δημοσιοϋπαλληλικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Tα αιτήματα του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου, των δημόσιων υπαλλήλων.

[λόγ. < φρ. δημόσι(ος) -ο- υπάλληλ(ος) -ικός]

δημοσκόπηση η [δimoskópisi] Ο33 : ερευνητική μέθοδος για την αποτύπωση και τη διερεύνηση των διαθέσεων, των γνωμών ή των συμπεριφορών του πληθυσμού ή ομάδων πληθυσμού μέσο επιλεγμένων (γραπτών ή προφορικών) ερωτημάτων· γκάλοπ· (πρβ. σφυγμομέτρηση): Εταιρεία δημοσκοπήσεων. Δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης.

[λόγ. δημο- 1 + -σκόπη(σις) -ση]

δημότης ο [δimótis] Ο10 θηλ. δημότισσα [δimótisa] Ο27 : αυτός που ανήκει σε ένα δήμο, που είναι γραμμένος στα μητρώα του: ~ Θεσσαλονίκης / Nέας Φιλαδέλφειας. Aνακηρύχθηκε επίτιμος ~ του δήμου Aθηναίων.

[λόγ. < αρχ. δημότης· λόγ. δημότ(ης) -ισσα]

δημοτική η [δimotikí] Ο29 : η μορφή της νεοελληνικής κοινής γλώσσας, όπως διαμορφώθηκε ιδίως τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια από τον προφορικό λόγο του Nεοέλληνα και όπως καλλιεργήθηκε στη λογοτεχνία: Γραμματική / συντακτικό / λεξικό της δημοτικής. Οπαδοί / αντίπαλοι της δημοτικής. H ~ βαθμιαία επικράτησε σε όλους σχεδόν τους τομείς εκτοπίζοντας την καθαρεύουσα. Γράφω / μιλώ στη ~.

[λόγ. < γαλλ. démotique `λαϊκή σε αντίθεση προς λόγια γλώσσα΄, αρχική σημ. της γαλλ. λ.: `γραφή και γλώσσα των αιγυπτιακών κατά την ελνστ. εποχή΄ < θηλ. του αρχ. επιθ. δημοτικός `που αναφέρεται στον πολύ κόσμο΄ με βάση την αρχ. φρ. δημοτικά γράμματα `η λαϊκή γραφή σε αντίθεση προς τα ἱρά (= ιερά) γράμματα, τα ιερογλυφικά΄]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες