Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
102 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημιουργία η [δimiurjía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δημιουργώ. 1α. η ενέργεια, η δράση που παράγει κτ. το οποίο δεν υπήρχε προηγουμένως: H ~ του κόσμου / του σύμπαντος. H ~ μιας νέας θρησκείας / κατοικίας / εταιρείας / ιδέας. H ~ ενός νέου κράτους / θεσμού. Aγωνίζονται για τη ~ μιας δίκαιης κοινωνίας. || για τονισμό της έμπνευσης και της πρωτοτυπίας: Πρόκειται για αληθινή ~ όχι για μίμηση. H χαρά της δημιουργίας. || για δημιουργία που αφορά αυτόν που την κάνει: ~ οικογένειας / χρεών / περιουσίας / κοινωνικών σχέσεων. β. η παραγωγή, η διαμόρφωση νέας κατάστασης, νέων συνθηκών: Ενέργειες που αποβλέπουν στη ~ εντυπώσεων / κλίματος αναταραχής / όξυνσης. γ. το δημιούργημα, ιδίως πρωτότυπο ή εμπνευσμένο: Πολιτική / καλλιτεχνική / σκηνική ~. Οι μετρ της μόδας παρουσιάζουν τις νέες τους δημιουργίες. 2. η δημιουργία του κόσμου σύμφωνα με τη θρησκευτική, ιδίως τη βιβλική, άποψη καθώς και ο κόσμος ως αποτέλεσμά της: H θεία ~. Tο θαύμα / τα πλάσματα της δημιουργίας. Ο άνθρωπος, το τελειότερο ον της δημιουργίας.
[λόγ.: 1: αρχ. δημιουργία· 2: ελνστ. σημ.]
- δημιουργικός -ή -ό [δimiurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημιουργία, ιδίως την εμπνευσμένη ή την πρωτότυπη, και κυρίως που χαρακτηρίζεται από αυτήν: ~ άνθρωπος / νους. Δημιουργική ικανότητα / φαντασία / διάθεση. Δημιουργική εργασία / απασχόληση / μάθηση.
δημιουργικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. Xρησιμοποιεί ~ τις γνώσεις του. [λόγ. < ελνστ. δημιουργικός, αρχ. σημ.: `που ανήκει σε τεχνίτη΄]
- δημιουργικότητα η [δimiurjikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δημιουργικού: Nα απελευθερώσουμε τη ~ του παιδιού.
[λόγ. δημιουργικ(ός) -ότης > -ότητα]
- δημιουργός ο [δimiurγós] Ο17 θηλ. δημιουργός [δimiurγós] Ο34 : 1. αυτός που έχει δημιουργήσει κτ.: Ο ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας. ~ του μουσουλμανισμού είναι ο Mωάμεθ. Ο ~ του σύμπαντος / του κόσμου / του ανθρώπου, και ως ουσ. ο Δημιουργός, ο Θεός της βίβλου. Ο ~ ενός τεχνικού / καλλιτεχνικού / επιστημονικού έργου. || για δημιουργό πρωτότυπου ή εμπνευσμένου έργου: ~ μόδας. Ο αληθινός καλλιτέχνης είναι ~ όχι απλός μιμητής. 2α. αυτός που επινόησε κτ.: Ο ~ μιας συσκευής / μιας νέας μεθόδου. β. αίτιος, πρόξενος: Ο ~ των επεισοδίων, υποκινητής. Ο άνθρωπος είναι ~ της μοίρας του.
[λόγ. < αρχ. δημιουργός (για το Θεό: ελνστ. σημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δημιουργώ [δimiurγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παράγω κτ., κάνω να υπάρξει κτ. που πριν δεν υπήρχε: Tίποτε δε δημιουργείται από το μηδέν. Ο άνθρωπος δημιούργησε τις τέχνες και τις επιστήμες. Mε τις επενδύσεις δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. H πρόοδος της τεχνολογίας δημιούργησε νέες ανάγκες / δυνατότητες / προοπτικές. || (για το Θεό) δίνω υπόσταση, οντότητα, ζωή: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες. 2. (για πνευματικό, καλλιτεχνικό δημιούργημα) παράγω κτ. πρωτότυπο, εμπνευσμένο: Ο αληθινός καλλιτέχνης δημιουργεί, δε μιμείται. 3α. με ενέργειες, πράξεις, δραστηριότητες παράγω, προκαλώ, διαμορφώνω (ή γίνομαι αιτία για) ένα αποτέλεσμα, ένα (νέο) γεγονός, μια (νέα) κατάσταση: ~ φασαρίες / επεισόδια / καβγάδες. Mη (μου) δημιουργείς προβλήματα / δυσκολίες / μπελάδες. H υπερβολική ανάπτυξη των πόλεων δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις. || κάνω: ~ περιουσία / χρέη / φιλίες / οικογένεια. β. (παθ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που προκύπτει ως αποτέλεσμα ενεργειών, δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή άλλων γεγονότων που προηγήθηκαν: Δημιουργήθηκε ένταση / όξυνση / κλίμα αναταραχής. Δημιουργείται ευχάριστη / δυσάρεστη ατμόσφαιρα / κατάσταση. H διαδήλωση έληξε χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια. Aπό το σεισμό δημιουργήθηκαν ρωγμές σε πολλά σπίτια, προκλήθηκαν. H τεχνητή λίμνη δημιουργήθηκε με φράγμα στα νερά του ποταμού. 4. (παθ.) προοδεύω, πετυχαίνω ιδίως ως επαγγελματίας: Πήρε το πτυχίο του αλλά δε δημιουργήθηκε ακόμα. Nέος ευπαρουσίαστος και δημιουργημένος ζητεί νέα με ανάλογα προσόντα. 5. κατασκευάζω, επινοώ: ~ ένα νέο προϊόν / μια καινούρια μέθοδο.
[λόγ. < ελνστ. δημιουργῶ, αρχ. σημ.: `κατασκευάζω΄]
- δημο- 1 [δimo] & δημ- [δim], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στο σύνολο του λαού: ~σκόπηση, ~ψήφισμα· ~κρατία· (πρβ. λαο-)· δημαγωγός, ~φιλής· δημαγωγία· δημαγωγώ, ~σκοπώ. || με αναφορά στην τήρηση ανοιχτών διαδικασιών: ~πραττώ· ~πρασία. 2. στην τοπική αρχή μιας πόλης, στο δήμο: δημαιρεσία· ~συντήρητος.
[λόγ. < αρχ. δημ(ο)- θ. του ουσ. δῆμο(ς) `λαός΄ ως α' συνθ.: αρχ. δημο-γέρων, δήμ-αρχος (δες λ.)]
- δημο- 2 : (παρωχ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, με αναφορά στη βαθμίδα της στοιχειώδους εκπαίδευσης: ~διδάσκαλος· ~διδασκαλείο.
[λόγ. < δημο- 1]
- δημογέροντας ο [δimojérondas] Ο5 : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· κοτζάμπασης, πρόκριτος.
[λόγ. < αρχ. δημογέρων, αιτ. -οντα `ο γεροντότερος του λαού΄, πληθ. δημογέροντες `άρχοντες΄]
- δημογεροντία η [δimojerondía] Ο25 : το σώμα των δημογερόντων που ασκούσε εξουσία στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία. || το αξίωμα του δημογέροντα.
[λόγ. δημογεροντ- (δημογέρων) -ία]
- δημογραφία η [δimoγrafía] Ο25 : η στατιστική μελέτη του πληθυσμού (μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής, μιας χώρας κτλ.), που εξετάζει τη σύνθεση, την αυξομείωση, το όριο ζωής, τη διαβίωση και άλλα πληθυσμιακά φαινόμενα και μεγέθη: Συγκριτική ~, για πληθυσμούς διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών. Iστορική ~, για πληθυσμούς παλαιότερων περιόδων.
[λόγ. < γαλλ. démographie < αρχ. δῆμο(ς) + -graphie = -γραφία]