Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
102 εγγραφές [101 - 102] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημώδης -ης -ες [δimóδis] Ε11 : 1. (για γλώσσα) λαϊκός σε αντιδιαστολή προς το λόγιο: ~ γλώσσα, η λαϊκή γλώσσα (γραπτή και προφορική) μιας ορισμένης εποχής. ~ γραμματεία, κείμενα γραμμένα στη λαϊκή γλώσσα μιας ορισμένης εποχής: Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας. 2. δημοτικός1: ~ ποίηση.
[λόγ. < αρχ. δημώδης]
- δηνάριο το [δinário] Ο42 : 1. ονομασία του εθνικού νομίσματος διάφορων χωρών: ~ Γιουγκοσλαβίας. 2. νόμισμα της αρχαίας Ρώμης.
[λόγ.: 2: ελνστ. δηνάριον < λατ. denarius· 1: σημδ. σερβικό dinar ( [dín-] ) < μσν. δηνάριον ή μέσω του αραβ. dinār]