Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσποτεία
1 εγγραφή
δεσποτεία η [δespotía] Ο25 : χαρακτηρισμός πολιτεύματος, όπου ο άρχοντας ασκεί απεριόριστη εξουσία: Φωτισμένη* / πεφωτισμένη ~.

[λόγ. < αρχ. δεσποτεία `απόλυτη εξουσία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες