Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασεία
2 εγγραφές [1 - 2]
δασεία η [δasía] Ο25 : το ένα από τα δύο σημάδια (῾) που γράφονταν επάνω από το αρχικό φωνήεν ή το δίψηφο μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής): Tα πνεύματα, δηλαδή η ψιλή και η ~, διατηρούνταν ως πρόσφατα στη νεοελληνική για λόγους ιστορικούς.

[λόγ. < ελνστ. δασεῖα ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δασύς, ορθογρ. σύμβολο για δήλωση του αρχ. συμφ. [h], που στην αρχ. εποχή γραφόταν με το γράμμα Η και που στο μεταξύ είχε πάψει να προφέρεται: αρχ. <HΕΛΛAΣ> <ΗΕΛΙΟΣ> ελνστ. γραφή <`ΕΛΛAΣ> <`HΛIΟΣ> (δες και Η)]

δασύς -εία -ύ [δasís] Ε7α : (γλωσσ.) που προφέρεται με παχιά πνοή: Δασείς φθόγγοι. Δασέα σύμφωνα. Δασύ πνεύμα. || (ως ουσ.) τα δασέα, τα δασέα σύμφωνα.

[λόγ. < αρχ. δασύς (δασέα σύμφωνα: δες Φ, Θ, Χ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες