Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαντέλα η [δantéla] Ο25 : είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ. σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές: ~ του χεριού / της μηχανής. Πλέκει δαντέλες. Tραπεζομάντιλο γαρνιρισμένο με ~. Tουαλέτα από ~.
[λόγ. < γαλλ. dentell(e) -α (ορθογρ. δαν.)]
- δαντελένιος -α -ο [δantelénos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από δαντέλα: ~ γιακάς. Δαντελένιο φόρεμα. Δαντελένια γάντια.
[λόγ. δαντέλ(α) -ένιος]
- δαντελωτός -ή -ό [δantelotós] Ε1 : 1. που μοιάζει με δαντέλα: Δαντελωτό χαρτί. 2. (μτφ.) του οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας, παρουσιάζει δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές: Δαντελωτά ακρογιάλια.
[λόγ. δαντέλ(α) -ωτός]