Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δήλωση η [δílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δηλώνω. 1. ανακοίνωση, συνήθ. επίσημη: Γραπτή / προφορική ~. Ο πρωθυπουργός έκανε βαρυσήμαντες δηλώσεις για την εξωτερική πολιτική. Ο υπουργός ανακάλεσε τις δηλώσεις που είχε κάνει στους δημοσιογράφους. Προγραμματικές δηλώσεις, η παρουσίαση από τον πρωθυπουργό στη βουλή του προγράμματος κάθε νέας κυβέρνησης πριν την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. ~ αρχών. || (νομ.) ~ βουλήσεως, δικαιοπραξία. ~ πλειστηριασμού, δημόσια διακήρυξη πλειστηριασμού. 2. νόμιμη, υπεύθυνη ανακοίνωση, γνωστοποίηση συνήθ. γραπτή, που γίνεται (από ιδιώτες) σε μια αρχή, υπηρεσία σχετικά με κτ.: ~ της γέννησης / του γάμου / του θανάτου κάποιου. ~ για αλλαγή κατοικίας / για απώλεια αντικειμένου στην αστυνομία. ~ εισοδημάτων ή φορολογική ~. ~ μετανοίας, που εκφράζει μεταμέλεια. Yπεύθυνη* ~. Συντάσσω / υπογράφω / υποβάλλω μια ~. || (ειδικότ.) η δημόσια αποκήρυ ξη των πολιτικών φρονημάτων που ζητούσαν παλαιότερα οι αρχές από τους κομμουνιστές και το σχετικό έγγραφο: Kάνω / υπογράφω ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. δήλω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `εξήγηση΄· 2: σημδ. γαλλ. déclaration]