Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δέρμα το [δérma] Ο48 : 1. το φυσικό εξωτερικό περικάλυμμα του σώματος του ανθρώπου και των ζώων: Tο ~ αποτελείται από την επιδερμίδα, το χόριο και τον υποδόριο ιστό. Mερικά ερπετά αλλάζουν ~. 2. η ανθρώπινη επιδερμίδα: Είχε ένα φίνο, απαλό, αλαβάστρινο ~. Tο χρώμα του δέρματος. Mαυρισμένο ~. Aσθένειες του δέρματος. Kρέμες για ξηρά / λιπαρά / κανονικά / μεικτά δέρματα. 3. γδαρμένο δέρμα ζώου το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία: Kατεργασία δερμάτων. Kατεργασμένο / ακατέργαστο ~. ~ γυαλιστερό / μαλακό / σκληρό. Tσάντα / παπούτσια από ~ φιδιού. Γούνα από ~ βιζόν.
δερματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [αρχ. δέρμα]
- δερματεμπορία η [δermatemboría] Ο25 : εμπόριο δερμάτων· δερματεμπόριο.
[λόγ. δερματ(ο)- + -εμπορία]
- δερματεμπόριο το [δermatembório] Ο40 : εμπόριο δερμάτων· δερματεμπορία.
[λόγ. δερματ(ο)- + -εμπόριο]
- δερματέμπορος ο [δermatémboros] Ο20 & (προφ.) δερματέμπορας ο [δermatémboras] Ο5 : αυτός που ασχολείται με το εμπόριο δερμάτων.
[λόγ. δερματ(ο)- + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- δερματικός -ή -ό [δermatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου: Δερματικά νοσήματα. Δερματικές παθήσεις.
[λόγ. < αρχ. δερματικός `από δέρμα΄ σημδ. γαλλ. de la peau]
- δερματίνη η [δermatíni] Ο30 : τεχνητή ουσία που αντικαθιστά το δέρμα3 στην κατασκευή διάφορων αντικειμένων.
[λόγ. δερματ- (δέρμα) -ίνη]
- δερμάτινος -η -ο [δermátinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από δέρμα ζώου: Δερμάτινα είδη. Δερμάτινη ζώνη / τσάντα. Δερμάτινο σακάκι / παντελόνι. Δερμάτινα γάντια. || (ως ουσ.) το δερμάτινο, επανωφόρι φτιαγμένο από δέρμα.
[λόγ. < αρχ. δερμάτινος]
- δερματίτιδα η [δermatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του δέρματος.
[λόγ. < γαλλ. dermatite, dermite < dermat- < αρχ. δερματ- (δέρμα) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- δερματο- [δermato] & δερματό- [δermató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & δερματ- [δermat], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. (συνήθ. επιστ.) δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου ή εντοπίζεται σ΄ αυτό: ~λόγος, ~σκόπιο· ~μυκητίαση, ~νεύρωση, ~σκλήρυνση· σε εναλλαγή με το δερμο-: ~λυσία, ~πάθεια. || με αναφορά στο δέρμα όλων γενικά των έμβιων όντων, συνήθ. σε περιληπτικά ουσιαστικά: τα δερματόβια· σε εναλλαγή με το δερμο-: δερματόφυτα, δερματόζωα. II. με αναφορά στο κατεργασμένο ή μη δέρμα των ζώων: δερματεμπόριο, δερματόκολλα, ~πώλης· δερματόδετος.
[λόγ. < αρχ. δερματ(ο)- < θ. δερματ- του ουσ. δέρμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) δερμάτ-ινος, ελνστ. δερματο-φόρος `ντυμένος με δέρματα΄ & διεθ. dermat(o)- < αρχ. δερματ(ο)-: δερματο-λογία < γαλλ. dermatologie]
- δερματόδετος -η -ο [δermatóδetos] Ε5 : για βιβλίο που είναι δεμένο με δέρμα.
[λόγ. δερματο- + δέ(νω) -τος μτφρδ. αγγλ. leather bound ή γερμ. ledergebunden]