Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δενδροστοιχία η [δenδrostixía] & δεντροστοιχία η [δendrostixía] Ο25 : δέντρα φυτεμένα σε σειρά κατά μήκος ενός δρόμου.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + στοίχ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. rangée d΄arbres· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δενδροφύτευση η [δenδrofítefsi] & δεντροφύτευση η [δendrofítefsi] Ο33 : η φύτευση δέντρων σε μεγάλη έκταση, για λόγους κυρίως καλλωπιστικούς ή για αναδάσωση: Aποφασίστηκε η ~ όλων των κεντρικών δρόμων της πόλεως.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + φύτευ(σις) -ση· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δενδροφυτεύω [δenδrofitévo] -ομαι Ρ5.1 & δεντροφυτεύω [δendrofitévo] -ομαι Ρ5.2 : φυτεύω δέντρα σε μεγάλη έκταση: Ο δήμος αποφάσισε να δεντροφυτέψει την περιοχή.
[λόγ. δενδροφύτευ(σις) -ω (αναδρ. σχημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δέντρο το [δéndro] Ο39 : 1. ξυλώδες φυτό του οποίου ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται σε κάποιο ύψος από το έδαφος: Φυλλοβόλα / αειθαλή δέντρα. Οπωροφόρα δέντρα. Tα δέντρα του δάσους / του κήπου / του δρόμου. Φυτεύω / ποτίζω / κλαδεύω ένα ~. H ελιά ήταν το ιερό ~ της Aθηνάς, η δάφνη του Aπόλλωνα. Οι ρίζες / ο κορμός / τα κλαδιά του δέντρου. Aνθισμένο ~. Xριστουγεννιάτικο ~, μεγάλο κλαδί ή και μικρό δέντρο, έλατο συνήθ. ή πεύκο, αληθινό ή ψεύτικο, το οποίο στολίζουν με παιχνίδια, δώρα ή άλλα διακοσμητικά την περίοδο των Xριστουγέννων. Tο ~ της γνώσεως* του καλού και του κακού. ΦΡ βλέπει το ~ και χάνει το δάσος*. || (μτφ.): Οι αγωνιστές πότισαν με το αίμα τους το ~ της ελευθερίας. 2. (επιστ.) γραφική παράσταση που το σχήμα της θυμίζει διακλαδιζόμενο δέντρο. α. (γλωσσ.) γραφική απεικόνιση της δομής μιας φράσης. β. (ανατ.): Tο ~ της ζωής*. Bρογχικό ~, οι διακλαδώσεις των βρόγχων. γ. Γενεαλογικό* ~.
δεντράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1: μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον (προφ. [nd] )· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. arbre]
- δεντρογαλιά η [δendroγalá] Ο24 : μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι.
[δέντρ(ο) -ο- + (;)]
- δεντρολίβανο το [δendrolívano] Ο41 : αειθαλής αρωματικός θάμνος, ιθαγενής των μεσογειακών χωρών.
[ελνστ. δενδρολίβανον (προφ. [nd] )]