Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάφνη η [δáfni] Ο30 : 1. δέντρο αειθαλές με μικρά λογχοειδή φύλλα, στιλπνά, ανθεκτικά και μυρωδάτα: Δάφνες φύτρωναν δίπλα στο ποτάμι. || το κλωνάρι και τα φύλλα της δάφνης: Στεφάνι από δάφνες. H ~ χρησιμοποείται ως καρύκευμα σε διάφορα φαγητά. 2. (μτφ.) δόξα, τιμή, μεγάλη επιτυχία, κυρίως στις εκφράσεις δρέπω δάφνες, έχω μεγάλη επιτυχία σε κάποιον τομέα. επαναπαύομαι στις δάφνες μου, αρκούμαι σ΄ αυτά που έχω ήδη πετύχει.
[1: αρχ. δάφνη· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. laurier κατά την αρχ. φρ. δαφνηφόροι τιμαί (σύγκρ. δαφνοστεφής)]