Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάνειο το [δánio] Ο40 : 1. χρηματικό ποσό το οποίο παραχωρείται σε κπ., με την υποχρέωση να το επιστρέψει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, πληρώνοντας συνήθ. τον αντίστοιχο τόκο: Δίνω / παίρνω / εξοφλώ ένα ~. Συνάπτω ~. Εγκρίθηκε η χορήγηση δανείου στους σεισμόπληκτους. Άτοκο / έντοκο ~. Bραχυπρόθεσμο / μεσοπρόθεσμο / μακροπρόθεσμο ~, ανάλογα με το χρόνο εξόφλησης. Στεγαστικό / καλλιεργητικό ~, ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο δίνεται. Δημόσιο ~. Εσωτερικό ~, δημόσιο δάνειο του οποίου οι πιστωτές είναι πολίτες του κράτους. Εξωτερικό ~, δημόσιο δάνειο του οποίου οι πιστωτές είναι ξένοι. Ομολογιακό ~. Λαχειοφόρο ~. 2α. (για αφηρημένες έννοιες) ό,τι χρησιμοποιεί κάποιος χωρίς να το έχει δημιουργήσει ο ίδιος: Πνευματικό / καλλιτεχνικό ~. β. (γλωσσ.) κάθε στοιχείο μιας γλώσσας που ενσωματώνεται σ΄ αυτήν προερχόμενο από άλλη γλώσσα: Λεξιλογικό ~. Mεταφραστικό ~, λέξη που δημιουργείται σε μια γλώσσα και που μεταφράζει τη λέξη μιας άλλης γλώσσας. Σημασιολογικό ~, λέξη που προϋπάρχει σε μια γλώσσα και που αποκτά μια νέα σημασία την οποία δανείζεται από λέξη άλλης γλώσσας.
[λόγ.: 1: αρχ. δάνειον· 2: σημδ. γαλλ. emprunt & γερμ. Lehnüber setzung]
- δανειοδότης ο [δanioδótis] Ο10 θηλ. δανειοδότρια [δanioδótria] Ο27 : (οικον.) αυτός που χορηγεί δάνειο. || (ως επίθ.): Δανειοδότρια τράπεζα.
[λόγ. δάνει(ον) -ο- + -δότης μτφρδ. γερμ. Kreditgeber· λόγ. δανειοδό(της) -τρια]
- δανειοδότηση η [δanioδótisi] Ο33 : (οικον.) η χορήγηση δανείου.
[λόγ. δανειοδοτη- (δανειοδοτώ) -σις > -ση]
- δανειοδοτικός -ή -ό [δanioδotikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στο δανειοδότη ή στη δανειοδότηση.
[λόγ. δανειοδοτ(ώ) -ικός]
- δανειοδοτώ [δanioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : (οικον.) χορηγώ δάνειο σε κπ.: Tο κράτος θα δανειοδοτήσει τους αγρότες.
[λόγ. δάνει(ον) -ο- + -δοτώ]
- δανειολήπτης ο [δaniolíptis] Ο10 θηλ. δανειολήπτρια [δaniolíptria] Ο27 : (οικον.) αυτός που λαμβάνει δάνειο. || (ως επίθ.): Δανειολήπτρια επιχείρηση.
[λόγ. δάνει(ον) -ο- + -λήπτης μτφρδ. γερμ. Kreditnehmer· λόγ. δανειολήπ(της) -τρια]
- δανειοληπτικός -ή -ό [δanioliptikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στη λήψη δανείου: H δανειοληπτική ικανότητα της χώρας, η φερεγγυότητα, η οποία της επιτρέπει τη σύναψη δανείου.
[λόγ. δανειολήπτ(ης) -ικός]
- δάνειος -α -ο [δánios] Ε6 : 1. (λόγ.) δανεικός. 2. που αναφέρεται στο δάνειο2: Δάνειες ιδέες. || (γλωσσ.): Δάνεια γλωσσικά στοιχεία. Δάνειες λέξεις. Δάνειοι τύποι.
[λόγ. σφαλερή δημιουργία με βάση το ουσ. δάνειο(ν), που θεωρήθηκε ουδ. επιθ., μτφρδ. γαλλ. (d΄)emprunt]