Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γόνος 1 ο [γónos] Ο18 : που κατάγεται άμεσα από κπ.· παιδί, τέκνο, συνήθ. σε επίσημο ύφος και με θετική απόχρωση: Είναι ~ μεγάλης / αριστοκρατικής οικογένειας. Bασιλικός ~.
[λόγ. < αρχ. γόνος]
- γόνος 2 ο : 1. το έκκριμα των αρσενικών ψαριών ή τα αυγά των θηλυκών. || (επέκτ.) τα νεογέννητα ψάρια: Οι μηχανότρατες καταστρέφουν το γόνο. 2. τα αυγά των εντόμων. 3. οι φάσεις της μεταμόρφωσης των μελισσών από αυγά σε νύμφες. 4. η γύρη των λουλουδιών.
[αρχ. γόνος]