Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόμα
3 εγγραφές [1 - 3]
γόμα η [γóma] & γκόμα η [góma] Ο25 : 1. παχύρρευστη κολλητική ουσία. 2. γομολάστιχα.

[αντδ. < βεν. goma & ιταλ. gomma < υστλατ. gumma, cumma < λατ. commis < αρχ. κόμμι (αιγυπτ. προέλ.)]

γομάρι το [γomári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) γάιδαρος. 2. (υβρ.) για άνθρωπο αναίσθητο, αχάριστο και αδιάντροπο. 3. για άνθρωπο σωματώδη.

[μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον `φορτίο ζώου΄ υποκορ. του αρχ. γόμος `φορτίο΄]

γομολάστιχα η [γomolástixa] & γομαλάστιχα η [γomalástixa] Ο27α : κομμάτι από καουτσούκ ή πλαστική ελαστική ύλη με το οποίο σβήνουμε κτ. γραμμένο συνήθ. με μολύβι· σβηστήρα, σβήστρα, γόμα.

[γομα-: ιταλ. gomma elastica με αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· γομο-: παρετυμ. γόμ(α) -ο- + λάστιχ(ο) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες