Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γραδάρω [γraδáro] Ρ6α : 1. μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: ~ το οινόπνευμα / το κρασί. 2. (μτφ., προφ.) για κπ. του οποίου προσπαθώ να καταλάβω το χαρακτήρα, τις προθέσεις· εκτιμώ, μετρώ.
[γρά δ(ο) -άρω]