Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γράδο το [γráδo] Ο39 : ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού: Ο μούστος είναι δώδεκα γράδα. || το όργανο με το οποίο μετριέται αυτή η πυκνότητα. ΦΡ ήρθε στα γράδα του, για κπ. ή για κτ. που έρχεται σε κατάσταση ισορροπίας ή που αποκαθίσταται η λειτουργία του.
[ιταλ. (βεν;) grado]