Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γούρι το [γúri] Ο44α : ό,τι, σύμφωνα με ορισμένες προλήψεις, φέρνει καλή τύχη: Έλα μαζί μας να μας φέρεις ~. Έχει πάντα μαζί του ένα λαγοπόδαρο για ~. Mη στενοχωριέσαι που χύθηκε το κρασί, είναι ~. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το ~ του, ένα μικρό αρκουδάκι.
[τουρκ. uğur `καλό σημάδι, καλή τύχη΄ -ι με ανομ. αποβ. του άτ. πρώτου [u] ]
- γούρικος -η -ο [γúrikos] Ε5 : για κτ. που φέρνει γούρι, καλή τύχη· τυχερός1β. ANT γρουσούζικος: Γούρικο σπίτι.
[γούρ(ι) -ικος]