Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γούνα η [γúna] Ο25α : α. δέρμα ζώου με μαλακό και πυκνό τρίχωμα: H γάτα καθότανε στον ήλιο και έγλειφε τη ~ της. Zώο πολύτιμο για τη ~ του. β. κατεργασμένη γούνα και ένδυμα από αυτή τη γούνα· γουναρικό: Παλτό / ζακέτα από ~. Εμπόριο γούνας. ΦΡ έχω ράμματα* για τη ~ κάποιου. του ΄καψε τη ~ / του κάηκε η ~, για βλάβη, ζημιά που παθαίνει κάποιος. (δεν) είναι κάποιος της γούνας / της κάπας μου μανίκι*.
γουνίτσα η YΠΟKΟΡ. γουνάκι το YΠΟKΟΡ και εξάρτημα από γούνα, όπως γιακάς, μανσέτες κτλ. [μσν. γούνα < υστλατ. gunna· γούν(α) -ίτσα]
- γουναράδικο το [γunaráδiko] Ο41 : εργαστήριο όπου γίνεται κατεργασία και ραφή γουναρικών. || κατάστημα γουναρικών.
[γουναρ(άς) -άδικο]
- γουναράς ο [γunarás] Ο1 : τεχνίτης, βιομήχανος ή έμπορος γούνας: Οι γουναράδες της Kαστοριάς.
[μσν. *γουνάρ(ης) μεταπλ. κατά τα επαγγελμ. -άς < γουνάριος (αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.) < γούν(α) -άριος]
- γουναρικό το [γunarikó] Ο38 : ένδυμα από κατεργασμένη γούνα, κυρίως παλτό ή ζακέτα: Εμπόριο γουναρικών.
[γουναρ(άς) -ικό, ουδ. του -ικός]