Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γνέφω [γnéfo] Ρ4α : κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κπ. για κτ.· νεύω: Mου έγνεψε να σωπάσω / να απομακρυνθώ. Σου ~ τόση ώρα ότι πρέπει να φύγεις.
[μσν. γνεύω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γνεψ- κατά το σχ.: θρεψ- (έθρεψα) - θρέφω < αρχ. νεύω (ανάπτ. [γ] ;)]