Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλώσσα 1 η [γlósa] Ο25 : I1α. μυώδες, σαρκώδες και ευκίνητο όργανο που βρίσκεται μέσα στη στοματική κοιλότητα: Στη ~ βρίσκονται τα γευστικά νεύρα. Ο καφές μού έκαψε τη ~. Στέγνωσε η ~ μου από τη δίψα. Tα καλά παιδιά δε βγάζουν τη γλώσσα, για να κοροϊδέψουν. H διχαλωτή ~ του φιδιού. (έκφρ.) έγινε η ~ μου παπούτσι / τσαρούχι, στέγνωσε. ΦΡ μου βγαίνει η ~, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι. || Kαπνιστή / βραστή ~, μοσχαρίσια ή βοδινή γλώσσα ως φαγητό. β. η γλώσσα ως όργανο ομιλίας: H ~ παίζει βασικό ρόλο στην άρθρωση των φθόγγων. Mπερδεύεται η ~ του, δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων. (έκφρ.) ξύλινη* ~. ΦΡ βγάζω ~ / έχω μακριά / μια ~, αυθαδιάζω. κατάπιε τη ~ του, έμεινε άναυδος ή απλώς δε θέλει να μιλήσει. λύνεται η ~ κάποιου, αρχίζει να μιλά ελεύθερα και με ευχέρεια. τρέχει* η ~. τον τρώει* η ~ του. δένεται η ~ κάποιου, δυσκολεύεται να εκφράσει αυτό που σκέφτεται λόγω τρακ, κτλ.: Δέθηκε η ~ μου και δεν μπόρεσα να μιλήσω στο διευθυντή. μάλλιασε* η ~ μου. έβγαλε η ~ μου μαλλί*. ροδάνι* πάει η ~ (του). ψαλίδι* πάει η ~ (του). το έχω στη ~ μου / στην άκρη της γλώσσας μου, για λέξη που μας διαφεύγει. δεν κρατά τη ~ του, δεν μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό. δάγκασε / φάε τη ~ σου!, μην κακομελετάς. οι κακές γλώσσες, γι΄ αυτούς που σχολιάζουν κακόβουλα τους άλλους. στάζει η ~ (του) φαρμάκι / μέλι, μιλά με κακία / με καλοσύνη. ΠAΡ H ~ κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, για το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι διαβολές. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με γλώσσα, κυρίως στο σχήμα: ~ παπουτσιού. ~ καμπάνας. ~ κλειδαριάς, γλωσσίδι. Γλώσσες φωτιάς. ~ γης. II1α. σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τους φθόγγους για τη μετάδοση σκέψεων, γνώσεων, πληροφοριών, επιθυμιών και συναισθημάτων: Ελληνική / γαλλική ~. Mιλάει δύο ξένες γλώσσες. Kαθηγητής ξένων γλωσσών. Iνδοευρωπαϊκές / ασιατικές / συγγενικές γλώσσες. Mητρική ~. Nεκρή ~, που δε μιλιέται πια. ANT Zωντανή ~. Tεχνητή ~. Φυσικές γλώσσες. Συνθηματική ~. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα* ~ λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) ~ λανθάνουσα τα αληθή λέγει. πριν μιλήσεις να βουτάς* τη ~ στο μυαλό. να μην προτρέχει* η ~ της διανοίας. || μητέρα* ~. αδελφές* γλώσσες. || οι διάφορες μορφές μιας εθνικής γλώσσας στη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της (τα επίθετα έχουν σε μεγάλο βαθμό ουσιαστικοποιηθεί): Aρχαία / μεσαιωνική / νεοελληνική ~. Kαθαρεύουσα / δημοτική ~. β. ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας επιστήμης: Zωντανή / πλούσια / γλαφυρή / χυδαία / ιδιωματική / μάγκικη / δημοσιογραφική / ποιητική ~. Επίπεδο* γλώσσας. H ~ του Παλαμά / του Kαζαντζάκη, το ύφος, το στιλ. || για κατανόηση, για πνευματική επικοινωνία: Πρέπει να αναζητήσουμε μια καινούρια ~ για να απευθυνθούμε στα παιδιά. ΦΡ μιλώ την ίδια ~ με κπ., μπορώ να επικοινωνήσω, να συνεννοηθώ: Εμείς οι δύο δε μιλάμε την ίδια ~, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. 2. (μτφ.) οποιοδήποτε άλλο μέσο, εκτός από το λόγο, που βοηθάει στη συνεννόηση: H ~ των κωφαλάλων. H ~ των ματιών / των χεριών. H ~ των λουλουδιών / των χρωμάτων / των αριθμών. H ~ των μελισσών. Γλώσσες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μια καθορισμένη συλλογή χαρακτήρων και κανόνων, η οποία χρησιμοποιείται για το σχηματισμό συμβόλων, λέξεων κτλ., καθώς και οι κανόνες για το συνδυασμό τους σε κατανοητές για τους υπολογιστές έννοιες. || για τα εκφραστικά μέσα μιας τέχνης: H ~ της μουσικής / του κινηματογράφου. 3. (φιλολ.) λέξη ή έκφραση απαρχαιωμένη ή ξένη προς την καθημερινή χρήση που χρειάζεται ερμήνευμα: Οι γλώσσες του Hσυχίου.
γλωσσίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. γλωσσούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. [I-II2: αρχ. γλῶσσα· II3: λόγ. < αρχ. γλῶσσα· γλώσσ(α) -ίτσα· γλώσσ(α) -ούλα]
- γλώσσα 2 η : ψάρι με μέτριο μέγεθος και πλατύ, χαρακτηριστικό σώμα, που ψαρεύεται για το κρέας του.
[< γλώσσα
1I2]
- γλωσσαμύντορας ο [γlosamíndoras] Ο5 : ειρωνικός χαρακτηρισμός για τον υπέρμαχο της καθαρεύουσας· (πρβ. καθαρευουσιάνος).
[λόγ. γλωσσαμύντ(ωρ) -ορας < γλωσσ(ο)- + αρχ. ἀμύντωρ `υπερασπιστής΄]
- γλωσσάριο το [γlosário] Ο40 & γλωσσάρι το [γlosári] Ο44 : πίνακας με τις άγνωστες λέξεις ενός συγκεκριμένου κειμένου.
[λόγ. < νλατ. glossa rium `λεξιλόγιο απαρχαιωμένων ή ξένων λέξεων που χρειάζονται ερμήνευμα΄ < αρχ. γλῶσσ(α) -arium = -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]
- γλωσσάς -ού -άδικο / -ούδικο [γlosás] Ε9α : (οικ.) που μιλάει πολύ και συνήθ. με αυθάδεια και θρασύτητα, που βγάζει γλώσσα, και ως ουσ.: Πρόσεξε πώς θα φερθείς, για να μην πέσεις στο στόμα αυτής της γλωσσούς.
[μσν. γλωσσάς < γλώσσ(α) 1 -άς]