Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλωσσολογία η [γlosolojía] Ο25 : η επιστημονική μελέτη της γλώσσας, του ανθρώπινου λόγου, μελέτη των στοιχείων που έχουν σχέση με την προέλευση, τη δομή και την εξέλιξη των γλωσσών: Γενική* / ιστορική* / συγκριτική* / συγχρονική* / εφαρμοσμένη* ~. H νεότερη ~ δίνει περισσότερη έμφαση στον προφορικό λόγο.
[λόγ. γλωσσο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. linguistique (διαφ. το ελνστ. ή μσν. γλωσσολογία `φλυαρία΄)]