Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκό
23 εγγραφές [1 - 10]
γλυκό το [γlikó] Ο38 : ό,τι παρασκευάζεται με βάση τη ζάχαρη, το μέλι ή άλλη γλυκαντική ουσία και τρώγεται ως επιδόρπιο ή προσφέρεται ως κέρασμα· γλύκισμα: Mας κέρασε πορτοκαλάδα και ~. Έφτιαξα ένα πολύ ωραίο ~. ~ του κουταλιού, γλυκό που γίνεται από φρούτα βρασμένα μαζί με ζάχαρη και τρώγεται με μικρό κουταλάκι: ~ νεράντζι / καρυδάκι / μήλο. ~ του ταψιού, γλυκό που καλύπτεται συνήθ. με φύλλο, ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι. γλυκάκι το YΠΟKΟΡ.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. γλυκός]

γλυκο- 1 [γliko] & γλυκό- [γlikó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γλυκ- 1 [γlik], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν & (λόγ.) γλυκύ- [γlií] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι: 1. αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι γλυκό στη γεύση: ~κρέμμυδο, ~πατάτα, ~ελιά· γλυκόπικρος, γλυκόχυμος· γλυκύβραστος. || (μτφ.) ~αίματος. β. είναι γλυκό, ευχάριστο στη γεύση και κατ΄ επέκταση σε όλες τις αισθήσεις: γλυκανάβλεμμα· γλυκόπιοτος· γλυκόηχος, γλυκόφωνος· ~κελαηδώ, ~τραγουδώ. 2α. γίνεται ήρεμα, απαλά ή είναι ήρεμο, απαλό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: γλυκαρμενίζω, γλυκαναπαύομαι, ~κοιμάμαι, ~ποτίζω. β. γίνεται με τρυφερότητα, στοργή, αγάπη ή είναι τρυφερό και στοργικό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ~μιλώ, ~νανουρίζω, ~ρωτώ, ~φιλώ· ~χαμόγελο· γλυκόλογο, ANT πικρόλογο. || γλυκόκαρδος.

[μσν. γλυκ(ο)- θ. του επιθ. γλυκ(ός) -ο- & ελνστ. θ. γλυκ- του αρχ. επιθ. γλυκ(ύς) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. γλυκ-άνισο, μσν. γλυκο-ποθώ, γλυκο-φιλούσα· λόγ. αρχ. γλυκυ- θ. του επιθ. γλυκύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. γλυκύ-δωρος `που φέρνει γλυκά δώρα΄]

γλυκο- 2 & γλυκ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & (σπάν.) γλυκοζ- [γlikoz] : (χημ.) α' συνθετικό σε οργανικές ενώσεις με αναφορά στη γλυκόζη: ~γένεση, ~γόνο. || (ιατρ.) (υπο)γλυκαιμία· γλυκοζουρία.

[λόγ. < γλυκ(ο)- 1 < διεθ. gluc(o)- < αρχ. επίθ. γλυκ(ύς) -ο- ως α' συνθ.: γλυκ-αιμία < γαλλ. glucémie· γλυκοζ-: λόγ. < γαλλ. glucos(e) = γλυκόζ(η)]

γλυκοαίματος -η -ο [γlikoématos] Ε5 : που είναι ελκυστικός, συμπαθητικός και χαριτωμένος, που τραβά τους άλλους με τη γλυκύτητά του: ~ άνθρωπος. ~ καθώς ήταν, τον αγάπησε αμέσως ο δάσκαλος. || (οικ.): Είναι ~ και τον τσιμπάνε τα κουνούπια.

[γλυκο- 1 + αιματ- (αίμα) -ος]

γλυκογόνο το [γlikoγóno] Ο39 : (βιοχημ.) ουσία που αποτελεί συστατικό όλων των ζωικών κυττάρων.

[λόγ. < γαλλ. glycogène < gluco- = γλυκο- 2 + -gène = -γόνος]

γλυκόζη η [γlikózi] Ο30α : στερεό κρυσταλλικό σώμα, ευδιάλυτο στο νερό, με γλυκιά γεύση, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στην παρασκευή οινοπνεύματος. || (φαρμ.) ~ του αίματος.

[λόγ. < γαλλ. glucos(e) < αρχ. γλεῦκ(ος) με προσαρμ. προς τη λ. γλυκύς]

γλυκόηχος -η -ο [γlikóixos] Ε5 : που παράγει γλυκό, ευχάριστο ήχο.

[γλυκο- 1 + ήχ(ος) -ος]

γλυκοκελαηδώ [γlikokel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α : κελαηδώ γλυκά.

[γλυκο- 1 + κελαηδώ]

γλυκοκοιτάζω [γlikokitázo] Ρ2.2α & γλυκοκοιτώ [γlikokitó] & -άω Ρ10.6α : εκδηλώνω με το βλέμμα μου ερωτική επιθυμία για κπ.: Kαιρό τώρα την γλυκοκοιτάζει. Γύρισε και με γλυκοκοίταξε. || εκδηλώνω με το βλέμμα μου λαχτάρα και επιθυμία για κτ.: Γλυκοκοιτάζεις, βλέπω, τον αστακό!

[γλυκο- 1 + κοιτάζω, κοιτώ]

γλυκόλαλος -η -ο [γlikólalos] Ε5 : που έχει γλυκιά και μελωδική φωνή: Γλυκόλαλο αηδόνι. || που έχει μελωδικό ήχο: Γλυκόλαλη καμπάνα. γλυκόλαλα ΕΠIΡΡ: ~ ηχούσε η φλογέρα του βοσκού.

[μσν. γλυκόλαλος < γλυκο- 1 + λαλ(ώ) -ος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες