Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκατζής
1 εγγραφή
γλυκατζής ο [γlikadzís] Ο8 θηλ. γλυκατζού [γlikadzú] Ο37 : αυτός που του αρέσουν τα γλυκά.

[γλυκ(ό) -ατζής· γλυκατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες