Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκανιότα
1 εγγραφή
γκανιότα η [ganóta] Ο25α : χρηματικό ποσό που αφήνουν οι κερδισμένοι παίχτες χαρτοπαιγνίου στον οικοδεσπότη ή στον ιδιοκτήτη της λέσχης.

[λόγ. < γαλλ. cagnott(e) -α με ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > g] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες