Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιαχνί [jaxní] Ε (άκλ.) : τρόπος μαγειρέματος, κυρίως των λαχανικών, με τσιγαριστό κρεμμύδι και ντομάτα: Πατάτες ~. || (ως ουσ.) το γιαχνί, φαγητό που μαγειρεύτηκε με τον παραπάνω τρόπο.
[τουρκ. yahni από τα περσ.]
- γιαχνίζω [jaxnízo] Ρ2.1α : μαγειρεύω φαγητό γιαχνί.
[γιαχν(ί) -ίζω]
- γιαχνιστός -ή -ό [jaxnistós] Ε1 : που έχει γίνει γιαχνί: Kολοκυθάκια γιαχνιστά.
[γιαχνισ- (γιαχνίζω) -τός]