Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γερανός 1 ο [jeranós] Ο17 : αποδημητικό πουλί που ζει στα έλη.
[ελνστ. γέρανος ὁ (αρχ. γέρανος ἡ), μετακ. τόνου κατά τη λ. πελαργός(;)]
- γερανός 2 ο : μεγάλο ανυψωτικό μηχάνημα: Πλωτός ~. Xειριστής γερανού. Φορητός ~, που βρίσκεται πάνω σε πλατφόρμα αυτοκινήτου, σε βαγόνι κτλ. Tα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα τα σήκωσε ο ~ της αστυνομίας.
[ελνστ. γέρανος (από την ομοιότητα με το γερανός 1)]