Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεράκι το [jeráki] Ο44 θηλ. γερακίνα [jerakína] Ο26 μόνο στη σημ. 1 : 1. αρπαχτικό πουλί με γαμψό, ισχυρό ράμφος, μακριά, κυρτά νύχια για να αρπάζει το θύμα του και οξύτατη όραση: Kυνηγετικά γεράκια. Mόλις τον είδε, όρμησε επάνω του σαν ~. Bλέπει σαν ~. 2. (μτφ.) για πολιτικό που υποστηρίζει βίαιες και δυναμικές λύσεις. ANT περιστερά: Tα γεράκια του Πενταγώνου.
[μσν. γεράκιν < *ιεράκιον (με τροπή του άτ. [i > ι > j] πριν από φων. για αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του αρχ. ἱέραξ· μσν. γερακίνα < γεράκι(ν) -ίνα]
- γερακίσιος -α -ο [jerakís
os] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο γεράκι ή που θυμίζει γεράκι: Γερακίσια φτερά. Γερακίσιο μάτι, με πολύ καλή όραση. Γερακίσια μύτη, γαμψή. [γεράκ(ι) -ίσιος]