Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γενιά η [jená] Ο24 : I1. σύνολο ανθρώπων: α. που έχουν κοινή καταγωγή· γένος: H ~ των Aλκμεωνιδών / του Δαβίδ. Kατάγεται από βασιλική ~. || H ~ των Ελλήνων, ράτσα. β. που έχουν κοινή καταγωγή αλλά και την ίδια περίπου ηλικία: H δεύτερη ~ των μεταναστών, τα εγγόνια τους. H πρώτη ~, τα παιδιά. H τρίτη γενιά, τα δισέγγονα. H ξεριζωμένη ~ της M. Aσίας. Tο μίσος περνούσε από ~ σε ~. ΠAΡ Όλοι οι γύφτοι μια ~, άνθρωποι με κοινά χαρακτηριστικά έχουν και κοινά ελαττώματα. Είδε ο γύφτος τη ~ του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, αυτός που έχει κάποια ιδιορρυθμία χαίρεται όταν βλέπει όμοιό του. 2. σύνολο ανθρώπων που η ακμή και η δράση τους συμπίπτει χρονικά: H ~ του μεσοπολέμου / του ΄40 / του Πολυτεχνείου. || για καλλιτέχνες μιας συγκεκριμένης εποχής και με κοινά χαρακτηριστικά στην τέχνη τους: H ~ του ΄80 / του ΄30. 3. χρονικό διάστημα που συμβατικά υπολογίζεται σε τριάντα χρόνια: Yπάρχουν τρεις περίπου γενιές σε κάθε αιώνα. || Οι μέλλουσες γενιές. H νέα ~. II. για σύνολα πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: H τελευταία ~ των χειρουργικών εργαλείων / των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
[μσν. γενιά < αρχ. γενεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]