Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γενέθλια τα [jenéθlia] Ο40 : η επέτειος της γέννησης κάποιου: Έχω / γιορτάζω τα γενέθλιά μου. Έχω ~. Tούρτα γενεθλίων.
[λόγ. < ελνστ. γενέθλια, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. γενέθλιος `που αναφέρεται στη γέννηση΄]
- γενέθλιος -α -ο [jenéθlios] Ε6 : που αναφέρεται στη γέννηση: Γενέθλια γη / πόλη, εκεί όπου γεννήθηκε κάποιος. || (ως ουσ., εκκλ.) το γενέθλιο, η επέτειος της γέννησης: Tο γενέθλιο της Θεοτόκου / του Προδρόμου.
[λόγ. < αρχ. γενέθλιος]