Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γελοιογραφία η [jelioγrafía] Ο25 : 1. απλό και γρήγορο σκίτσο που με κωμική παραμόρφωση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αναλογιών, σχέσεων κτλ., σατιρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις, συνήθ. της επικαιρότητας: Πολιτική ~. Έκθεση γελοιογραφίας. 2. (μτφ.) ό,τι ανακαλεί το πρωτότυπο με μορφή γελοιογραφική· καρικατούρα: H θεωρία του αποτελεί ~ του ιδεαλισμού.
[λόγ. γελοιογράφ(ος) -ία]