Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γάτα η [γáta] Ο25α αρσ. γάτος 1 [γátos] Ο18 : 1. κοινή ονομασία και για τα δύο γένη μικρόσωμου σαρκοφάγου τετράποδου της οικογένειας των αιλουροειδών, που είναι συνήθ. εξημερωμένο: ~ Aγκύρας / Σιάμ. Σιαμέζικη ~. Όλη τη νύχτα οι γάτες νιαούριζαν στα κεραμίδια. Οι γάτες είναι εφτάψυχες. Xαδιάρα / ζηλιάρα σαν ~. Bλέπει στο σκοτάδι σαν ~. Ο παπουτσωμένος γάτος, γνωστό παραμύθι του Περό και ως ΦΡ για κπ. που φορά πολύ άκομψα και χοντρά παπούτσια. (έκφρ.) όσο πατάει* η ~. ΦΡ ούτε ~ ούτε ζημιά, για απόκρυψη ζημιάς ή παραπτώματος ή για ζημιά ή παράπτωμα που μένει χωρίς συνέπειες. σαν βρεγμένη* ~. το ξέρει κι η ~ (μου), το ξέρει όλος ο κόσμος, είναι πασίγνωστο. ούτε θηλυκιά* ~. θα βάλω τη ~ μου να κλαίει, για δήλωση πλήρους αδιαφορίας. έσκισε τη ~, για κπ. που επιβλήθηκε, που πήρε τον αέρα των άλλων με δυναμικό τρόπο. σαν το σκύλο με τη ~ ή σαν τη ~ με το ποντίκι, για συνεχείς προστριβές μεταξύ δύο προσώπων. είναι εφτάψυχος σαν ~, έχει ανθεκτικό οργανισμό. τα κουκουλώνει / τα σκεπάζει σαν τη ~, εξαφανίζει ενδείξεις ή πειστήρια ενοχής. ΠAΡ Όταν λείπει η ~, χορεύουν τα ποντίκια, σε περίπτωση που χαλαρώνει η πειθαρχία από την απουσία των ανωτέρων. 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ έξυπνος: Σε τέτοια θέματα ο αδερφός σου είναι ~.
γατούλα η YΠΟKΟΡ και για χαδιάρα γυναίκα. γατίτσα η YΠΟKΟΡ. γάταρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. γάτα, γάτος < ελνστ. κάττα, κάττος (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < υστλατ. catta, catt(us) (αιγυπτ. προέλ.) -ος· γάτ(α) -ούλα· γάτ(α) -ίτσα· γάτ(ος) -αρος]