Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαρίφαλο το [γarífalo] Ο41 : 1α. το λουλούδι της γαριφαλιάς: Φορούσε ένα ~ στο πέτο. ~ στ΄ αυτί. β. (μτφ.) για κτ. που έχει τη μορφή ανοιγμένου γαρίφαλου: Nτομάτα ~. || Tου άνοιξε το κεφάλι ~. 2. ο αρωματικός κάλυκας φυτού της ίδιας οικογένειας με το γαρίφαλο1, που χρησιμοποιείται για μπαχαρικό· μοσχοκάρφι.
γαριφαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [αντδ. < μσν. γαρόφαλο, γαρίφαλο ( [o > i] ίσως από επίδρ. της συγγ. λ. καρυόφυλλο) < βεν. garofolo (και για το άνθος) < μσν. καρυόφυλλον `μοσχοκάρφι΄ (ελνστ. καρυόφυλλον πρβ. λατ. caryophyllum (όνομα φάρμακου)), ανατολ. προέλ. (πρβ. περσ. karänfel), παρετυμ. κάρυον `καρύδι΄ + φύλλον]