Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γίδα η [jíδa] Ο25 : η κατσίκα: Mαλλί από ~. Kουρεύτηκε σαν ~, για πολύ κοντό και άσκημο κούρεμα.
γιδούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. γίδα < γίδ(ι) μεγεθ. -α· γίδ(α) -ούλα]