Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάστρα
2 εγγραφές [1 - 2]
γάστρα η [γástra] Ο25α : πήλινο ή μεταλλικό θολωτό σκεύος με το οποίο, αφού πρώτα το θερμάνουν καλά, σκεπάζουν το ταψί για να ψηθεί από πάνω το φαγητό που είναι μέσα. || βαθύ μαγειρικό σκεύος με καπάκι, συνήθ. οβάλ, μέσα στο οποίο ψήνουν το φαγητό.

[αρχ. γάστρα `δοχείο με φουσκωτή κοιλιά΄]

γαστραλγία η [γastraljía] Ο25 : (ιατρ.) κοιλιακός πόνος.

[λόγ. < γαλλ. gastralgie < gastr(o)- = γαστρ(ο)- + -algie = -αλγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες