Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βωμός ο [vomós] Ο17 : 1. χαμηλό κτίσμα (συνήθ. τετράγωνο ή παραλληλεπίπεδο), πάνω στο οποίο γίνονταν θυσίες: Οι αρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν ζώα στους βωμούς των θεών. ΦΡ θυσιάζω στο βωμό κάποιου κτ., υφίσταμαι μεγάλες στερήσεις, κάνω θυσίες, παραχωρήσεις για να πετύχω ένα σκοπό, μια σκοπιμότητα: Θυσιάστηκε στο βωμό της ελευθερίας / της δημοκρατίας / της πατρίδας. Θυσίασαν τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας. H ποιότητα της ζωής μας θυσιάστηκε στο βωμό του κέρδους. (έκφρ.) υπέρ βωμών και εστιών, για τα πιο ιερά, πολύτιμα πράγματα: Aγωνίστηκε / έπεσε υπέρ βωμών και εστιών. 2. οίκημα με παρόμοια λειτουργία και χρήση: Ο ~ της Περγάμου. 3. η Aγία Tράπεζα των χριστιανικών ναών.
[λόγ. < αρχ. βωμός]