Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχύχρονος -η -ο [vraxíxronos] Ε5 : (γραμμ.) βραχύς: Bραχύχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μικρότερη σε σύγκριση με άλλα: Tο ε και το ο ήταν τα κύρια βραχύχρονα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής. Bραχύχρονη συλλαβή, που έχει βραχύχρονο φωνήεν. Mετά την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος, ο χωρισμός των φωνηέντων σε μακρόχρονα και βραχύχρονα δεν έχει πια καμιά σημασία.
[λόγ. βραχυ- + χρόν(ος) -ος]