Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχύβιος -α -ο [vraxívios] Ε6 : που η ζωή του ή η διάρκειά του είναι μικρή. ANT μακρόβιος: Bραχύβια ζώα / έντομα. Bραχύβια ύπαρξη / κυβέρνηση.
[λόγ. < αρχ. βραχύβιος]