Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχυκύκλωμα το [vraxi
íkloma] Ο49 : 1. ηλεκτρικό φαινόμενο που συμβαίνει, όταν ενώνονται (σκόπιμα ή τυχαία) δύο ή περισσότερα σημεία ενός κυκλώματος (π.χ. δύο ηλεκτροφόρα σύρματα), μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού· ένωση4β: Tο ~ είναι συχνά αιτία πυρκαγιάς. Kάηκαν τα καλώδια της συσκευής από ~. 2. (μτφ., οικ.) μπέρδεμα, σύγχυση, σταμάτημα κυρίως του μυαλού: Tο μυαλό μου έπαθε ~ και δε λειτουργεί. [λόγ. βραχυ- + κύκλωμα μτφρδ. γαλλ. court-circuit ή αγγλ. short circuit]