Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [11 - 15] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραδυπορία η [vraδiporía] Ο25 : εξέλιξη με αργό ρυθμό: H ~ με την οποία διεξάγονται οι συνομιλίες, οφείλεται στις σοβαρές διαφωνίες.
[λόγ. βραδυπορ(ώ) -ία]
- βραδυπορώ [vraδiporó] Ρ10.9α : γίνομαι, εξελίσσομαι με βραδύ ρυθμό, καθυστερώ: Οι διαδικασίες / οι συνομιλίες βραδυπορούν.
[λόγ. < ελνστ. βραδυπορῶ]
- βραδύς -εία -ύ [vraδís] Ε7α : (λόγ.) που κάνει κτ. ή που γίνεται σε χρόνο μεγαλύτερο από τον κανονικό ή το συνηθισμένο· αργός. ANT ταχύς, γρήγορος: Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε βραδύ ρυθμό. H Ελλάδα είχε βραδύτερη ανάπτυξη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. || (χημ.) βραδεία καύση, που δε συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας και φωτός.
βραδέως ΕΠIΡΡ. ΦΡ σπεύδε ~, μην ενεργείς βιαστικά. [λόγ. < αρχ. βραδύς· λόγ. < αρχ. βραδέως]
- βραδύτητα η [vraδítita] Ο28 : η ιδιότητα του αργού, ο ρυθμός που είναι αργότερος από τον κανονικό ή το συνηθισμένο· αργοπορία, καθυστέρηση: Οι εργασίες της βουλής προχωρούν με ~. Tα δημόσια έργα εκτελούνται με μεγάλη ~. || ~ αντιλήψεως.
[λόγ. < ελνστ. βραδύτης, αιτ. -ητα (αρχ. βραδυτής) (πρβ. μσν. βραδύτητα)]
- βραδυφλεγής -ής -ές [vraδiflejís] Ε10 : που φλέγεται, που καίγεται σιγά σιγά, αργά· βραδύκαυστος: H ~ πυρίτιδα. Bραδυφλεγείς ύλες. Bραδυφλεγές βλήμα πυροβολικού, που αναφλέγεται και εκρήγνυται αργά. ANT εγκαιροφλεγής.
[λόγ. βραδυ- + φλεγ- (φλέγομαι) -ής μτφρδ. αγγλ. slow-burning ή γαλλ. à combustion lente]