Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουνό το [vunó] Ο38 : 1. μεγάλο, φυσικό ύψωμα, προεξοχή του εδάφους· (πρβ. όρος): Ράχη / λαιμός / ρίζες / αυχένες / κορφή βουνού. Ψηλό / χαμηλό / απότομο / δασωμένο / φαλακρό* ~. Tσάι / χόρτα / ραδίκια του βουνού. H Ελλάδα είναι ορεινή χώρα με πολλά βουνά. || (ευχή) να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, πολλά χρόνια. || ΦΡ ~ με ~ (μόνο) δε σμίγει, ποτέ δεν αποκλείεται η συνάντηση ανθρώπων. η τρέλα* δεν πάει στα βουνά. παίρνω (τα όρη) τα βουνά: α. καταλαμβάνομαι από απόγνωση, απελπισία. β. γίνομαι έξαλλος, παραφρονώ. μαθημένα τα βουνά απ΄ τα χιόνια*. στα όρη (και) στα βουνά, για αποτροπή, απομάκρυνση κακού (ως ευχή). βγήκε στο ~, έγινε αντάρτης. κατέβηκε από το ~, για άξεστο, αγενή. παίρνω δίπλα* τα βουνά. 2. ορεινή περιοχή: Φέτος πήγαμε διακοπές στο ~. Είναι άνθρωπος του βουνού, δεν μπορεί στη ζωή της πόλης. 3. (μτφ.) για κτ. το ογκώδες, ποσοτικά μεγάλο ή δύσκολο: Στους δρόμους υπήρχαν βουνά σκουπιδιών. Bουνά τα κύματα στο πέλαγος. ~ τα εμπόδια / οι δυσκολίες. ΦΡ τύχη ~, πολύ μεγάλη. κτ. φαίνεται ~, πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο: Aυτή η δουλειά μού φάνηκε ~.
βουναλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βουνό(ν) < αρχ. βουνός ὁ `λόφος΄, μεταπλ. με βάση την αιτ. κατά το ουδ. το όρος· βουν(ό) -αλάκι]
- βουνοκορφή η [vunokorfí] & βουνοκορυφή η [vunokorifí] Ο29 : κορυφή βουνού.
[βουν(ό) -ο- + κορυφή, κορφή]
- βουνοπλαγιά η [vunoplajá] Ο24 : πλαγιά βουνού.
[βουν(ό) -ο- + πλαγιά]