Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουκολικός -ή -ό [vukolikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει, που αναφέρεται στους βουκόλους, ποιμενικός. || Bουκολική ποίηση, με θέμα την ποιμενική ζωή. Bουκολικά έπη. Bουκολική διαίρεση, τομή στο τέλος του τέταρτου δακτύλου του εξαμέτρου.
[λόγ. < ελνστ. βουκολικός]